- στριφογυρνώ
- στριφογυρνάω / στριφογυρνώ, στριφογύρισα βλ. πίν. 70
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
στριφογυρνώ — και άω, Ν βλ. στριφογυρίζω … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
περιδινώ — έω, ΝΜΑ 1. περιστρέφω γρήγορα κάτι, στροβιλίζω («τυφὼν ἐπιγενόμενος καὶ περιδινήσας τὴν ναῡν», Λουκιαν.) 2. πάπ. περιδινούμαι, έομαι υφίσταμαι περιδίνηση, στροβιλίζομαι (αρχ,) μέσ. περιδιαβάζω, στριφογυρνώ εδώ κι εκεί («εἶτα τὸ δειλινὸν… … Dictionary of Greek
στριφογυρίζω — και στρεφογυρίζω και στριφογυρνώ και ιδιωμ. προφ. στρουφογυρίζω Ν 1. θέτω κάτι σε περιστροφική κίνηση, κάνω κάτι να γυρίζει γύρω γύρω, τό περιστρέφω 2. (αμτβ.) στρέφομαι εδώ και εκεί με ανησυχία («εις το πολύαστρον τού αιθέρος τα μάτια… … Dictionary of Greek
στριφογυρίζω — στριφογυρίζω, στριφογύρισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. στριφογυρνάω / στριφογυρνώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στριφογυρνάω — / στριφογυρνώ, στριφογύρισα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: στριφογυρνάω : λόγω ισοδυναμίας με το στριφογυρίζω, επικρατεί το ι στους αοριστικούς τύπους … Τα ρήματα της νέας ελληνικής